- αντιπρόπερσι
- αντιπρόπερσι και αντιπροπέρυσι επίρρ. χρον., τρία χρόνια πριν από σήμερα: Λείπει στα ξένα από αντιπρόπερσι. Επίθ. αντιπροπέρσινος, -η, -ο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.